ζημιῶ

ζημιῶ
ζημιάζω
damno
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ζημιόω
cause loss
pres subj act 1st sg
ζημιόω
cause loss
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζαμιώ — ζαμιῶ, όω (Α) (αιολ. τ.), βλ. ζημιώ …   Dictionary of Greek

  • ζημίωμα — ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ] 1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.) 2. πρόστιμο 3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία 4. απώλεια, φθορά, βλάβη …   Dictionary of Greek

  • ζημίωσις — ζημίωσις, ἡ (Α) [ζημιώ] η επιβολή ζημίας, ο καταλογισμός ποινής …   Dictionary of Greek

  • ζημιωτής — ο (AM ζημιωτής) [ζημιώ] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη μσν. ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.) αρχ. αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • ζημιωτικός — ζημιωτικός, ή, όν (Α) [ζημιώ] αυτός που ενδέχεται να υποστεί βλάβη …   Dictionary of Greek

  • προσζημιώ — όω, Α [ζημιῶ] επιβάλλω πρόσθετη τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • συζημιώ — όω, Α [ζημιῶ] παθ. συζημιοῡμαι, όομαι τιμωρώ κάποιον μαζί με άλλον («συζημιοῡσθαι μετὰ τούτων», Αριστείδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”